- κυνοκέφαλος
- I
(Cynocephalus). Γένος δερμοπτέρων θηλαστικών, μοναδικός αντιπρόσωπος της οικογένειας των κυνοκεφαλιδών. Πρόκειται για ζώα μήκους 34-42 εκ., χωρίς την ουρά, εφοδιασμένα με πτερυγοειδή μεμβράνη, η οποία είναι ενωμένη με τον λαιμό και τις δύο πλευρές του σώματος. Το χρώμα τους ποικίλλει, αν και τείνει να επικρατεί το καφέ στα αρσενικά και το γκρίζο στα θηλυκά άτομα. Η δίαιτά τους αποτελείται αποκλειστικά από φυτικές τροφές. Το γένος περιλαμβάνει μόνο δύο είδη: τον Cynocephalus volans, που συναντάται στις νότιες Φιλιππίνες, και τον Cynocephalus variegatus, με εξάπλωση σε πολλές περιοχές της νοτιοανατολικής Ασίας και σε γειτονικά νησιά.IIΟνομασία που αποδόθηκε από τους αρχαίους Αιγυπτίους στους μπαμπουίνους, πιθήκους της οικογένειας των κερκοπιθηκιδών, λόγω των όμοιων χαρακτηριστικών που μοιράζονται με τα σκυλιά, όπως είναι το επίμηκες ρύγχος, τα ακραία ρουθούνια και οι πολύ ανεπτυγμένοι κυνόδοντες (βλ. λ. μπαμπουίνος). Οι κ. απεικονίζονται συχνά σε φυλαχτά να λατρεύουν τον θεό Ήλιο, ενώ άλλες φορές παρουσιάζονται να φυλάνε τον Κάτω Κόσμο και τα πνεύματα των νεκρών.* * *-η, -ο (Α κυνοκέφαλος, -ον)1. αυτός που το κεφάλι του μοιάζει με τού σκύλου2. ο πίθηκος μπαμπουίνος, που ήταν αντικείμενο λατρείας στους αρχαίους Αιγυπτίουςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο κυνοκέφαλοςτο μοναδικό γένος θηλαστικών τής τάξης δερμόπτερα, που μοιάζουν με τους προπιθήκους και με τους ιπτάμενους σκίουρουςαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. (στην Αίγυπτο) ιερό ζώο που λατρευόταν ως θεός2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κυνοκέφαλοιμυθικός λαός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κυνοκέφαλοντο φυτό ψύλλιο ή το φυτό αντίρρινο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου-κέφαλος, εκατογ-κέφαλος].
Dictionary of Greek. 2013.